Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η πισίνα

  • 1 бассейн

    бассейн м 1) (водоём) η στέρνα, η δεξαμενή· плавательный \бассейн η πισίνα; закрытый (открытый) \бассейн η κλειστή ( ανοιχτή) πισίνα 2) геогр. το λεκανοπέδιο, η λεκάνη
    * * *
    м
    1) ( водоём) η στέρνα, η δεξαμενή

    пла́вательный бассе́йн — η πισίνα

    закры́тый (откры́тый) бассе́йн — η κλειστή (ανοιχτή) πισίνα

    2) геогр. το λεκανοπέδιο, η λεκάνη

    Русско-греческий словарь > бассейн

  • 2 вздыбить

    -блю, -бишь, ρ.σ.μ.
    ορθώνω, σηκώνω στα πισινά πόδια•

    вздыбить коня ορθώνω, (κάνω να σηκωθεί) το άλογο στα πισινά πόδια

    ορθώνομαι στα πισινά πόδια•

    конь -лся το άλόγο ορθώθηκε στα πισινά πόδια.

    Большой русско-греческий словарь > вздыбить

  • 3 плавательный

    плавательный: \плавательный бассейн η πισίνα
    * * *

    пла́вательный бассе́йн — η πισίνα

    Русско-греческий словарь > плавательный

  • 4 бассейн

    1. (водоём) η δεξαμενή, η λεκάνη
    речной - η λεκάνη/κοίτη του ποταμού
    сортировочный лес. - διαλογής ξυλείας
    успокоительный гидр. - ηρεμίας
    усреднительный гидр. - εξίσωσης
    2. (об-ласть залегания и разработки полезных ископаемых) η περιοχή, το πεδίο, η λεκάνη
    угольный - του ορυκτού άνθρακα, η ανθρακοφόρα περιοχή
    3. (для плавания) το κολυμβητήριο, η πισίνα 4. геогр. το λεκανοπέδιο.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бассейн

  • 5 плавательный

    κολυμβητικός
    - бассейн το κολυμβητήριο, η πισίνα (ξεν.)
    - ое перо зоол. το πτερύγιο ψαριού

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плавательный

  • 6 дыбы:

    дыбы:
    встать на \дыбы: а) (о лошади) σηκώνομαι στά πισινά πόδια, б) перен μένω ἀνένδοτος, δέν τά βάζω κάτω.

    Русско-новогреческий словарь > дыбы:

  • 7 задний

    задн||ий
    прил ὁπίσθιος, πισινός:
    \заднийие ноги τά πισινά πόδια· \заднийяя часть (туши) τό μπούτι· на \заднийем плане σέ δεύτερη γραμμή, σέ δεύτερη μοίρα· \задний ход тех. τό ὀπισθεν, ἡ κίνηση προς τά πίσω· \задний проход анат. ὁ πρωκτός· ◊ \заднийяя мысль ἡ ὑστεροβουλία· \заднийим умом крепок στερνή μου γνώση νά σ' είχα πρώτα· быть без \заднийих ног разг μου κόβονται τά πόδια ἀπό τήν κούραση· пометить \заднийим числом βάζω παληότερη ἡμερομηνία· подумать \заднийим числом σκέφτομαι κάτι κατόπιν ἐορτής· ходить (стоять) на \заднийих лапках перед кем-л. στέκομαι σούζα μπροστά σέ κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > задний

  • 8 нога

    ног||а
    ж τό πόδι, τό ποδάρι, ὁ ποῦς (ступня)/ χό σκέλος, ἡ κνήμη, ἡ γάμπα (от ступни до колена):
    длинные ноги τά μακρυά πόδια· положить но́гу на \ногау βάζω τό ἕνα πόδι ἐπάνω στό ἄλλο· сбить кого-л. с ног ρίχνω κάποιον κάτω· наступить кому-л. на \ногау πατώ τό πόδι κάποιου· у меня но́ги подкашиваются τρέμουν τά πόδια μου, μοῦ κόβονται τά γόνατα· на \ногаах не стоит δέν στέκεται στά πόδια του· босой \ногао́й ξυπόλητος, ἀνυποδητί· задние но́ги τά πισινά πόδια· передние но́гн τά μπροστινά πόδια· на бо́су(ю) ногу ξυπόλητος· ◊ перенести болезнь на \ногаа́х περνώ τήν ἀρρώστεια στό πόδι· кланяться в но́ги κάνω ἐδαφιαία ὑπόκλισή идти в но́гу а) πηγαίνω, βαδίζω μέ ταιριαστό βήμα, б) перен συμβαδίζω, δέν μένω πίσω· связа́ть кого-л. по рукам и \ногаам разг δένω κάποιον χεροπόδαρα, δεσμεύω κάποιον протянуть но́ги разг перен τά τινάζω, τινάζω τά πέταλα· с головы до ног πατό-κορφα, ἀπό τήν κορφή ὡς τά νύχια· бежать со всех ног разг τρέχω μέ τά τέσσερα, τό βάζω στά πόδια· быть без ног (от усталости) разг ξεποδαριάστηκα, μοῦ κόπηκαν τά πόδια μου· еле волочить ноги μόλις σέρνω τά πόδια μου· поставить (поднять) кого-л. на \ногаи а) κάνω καλά (вылечить), б) ἀνατρέφω (воспитать)· поднять всех на \ногаи ἀναστατω, σηκώνω ὅλον τόν κόσμο στό ποδάρι· топтать \ногаами τσαλαπατώ, ποδοπατώ· жить на широкую ногу κάνω πολυέξοδη ζωή· вверх \ногаами а) ἀνάποδα, μέ τά πόδια πάνω, б) перен εἶμαι ἄνω κάτω· быть на короткой \ногае с кем-л. είμαστε στενοί φίλοι μέ κάποιον стоять одной \ногаой в могиле εἶμαι μέ τό δνα πόδι στον τάφο· моей \ногай у вас не будет δέν θά ξαναπατήσω τό πόδι μου ἐδῶ· встать с левой \ногай στραβοκοιμήθηκα, εἶμαι κακοδιάθετος, δέν εἶμαι στά κέφια μου· унести́ ио́ги разг τό βάζω στά πόδια· не чувствовать под собой ног (от радости) πετώ ἀπ' τή χαρά μου· хромать на обе \ногай πηγαίνω πολύ ἀσχημα· κ \ногаέ! воен. παρά πόδα!

    Русско-новогреческий словарь > нога

  • 9 плавательный

    плавательный
    прил κολυμβητικός:
    \плавательный пузырь ἡ νηκτική κΰστις· \плавательный бассейн τό κολυμβητήριο[ν], ἡ πισίνα.

    Русско-новогреческий словарь > плавательный

  • 10 дыбиться

    -ится ρ.δ. ορθώνομαι, ανασηκώνομαι•

    волосы -лись οι τρίχες σηκώθηκαν,

    (για άλογα) σηκώνομαι στα πισινά πόδια.

    Большой русско-греческий словарь > дыбиться

  • 11 дыбы

    στην έκφραση: на дыбы (встать, подняться κ.τ.τ.)• α) σηκώνομαι στα πισινά πόδια, β) κάθετα, γ) μτφ. αντιτίθεμοα, ξεσηκώνομαι ενάντια, διαμαρτύρομαι• προβάλλω το εγώ μου.

    Большой русско-греческий словарь > дыбы

  • 12 нога

    θ.
    πόδι•

    болит правая нога πονά το δεξιό πόδι•

    стоять на одной - στέκομαι στο ένα πόδι•

    тонкие -и λεπτά πόδια (κανιά)•

    передние, задние -и μπροστινά, πισινά πόδια•

    μτφ. στήριγμα•

    -и стола τα πόδια του τραπεζιού.

    εκφρ.
    без (задних) ног – μου κόπηκαν τα πόδια (από την κούραση)•
    в -ах – το μέρος του κρεβατιού των ποδιών (απέναντι του κεφαλόκλινου)•
    к нога! – (στρατ. παράγγελμα) παρά πόδα!•
    на -ах – στα πόδια•
    уснуть на -ах – α) κοιμάμαι ορθός, β) σε κίνηση, στα πόδια, επί ποδός. γ) όχι στο κρεβάτι•
    перенести грипп на -ах – περνώ τη γρίπη στα πόδια (ορθός)•
    деревянная нога – ξύλινο πόδι (ξυλοπόδαρο)•
    нога за -у идти (ташиться, плестись) – αργοβαδίζω,βαδίζω σαν τη χελώνα, καρκινοβατώ•
    взять -у – παίρνω βήμα•
    дать -у – δίνω βήμα•
    быть на дружеской (короткой) - – έχω φιλικές (στενές) σχέσεις•
    стать на дружескую (короткую) -у – αποκατασταίνω φιλικές (στενές) σχέσεις•
    быть {стоять)на равной - с кем – απευθύνομαι ως ίσος προς ίσον•
    поставить (организовать) что на какую -у – προσαρμόζω (οργανώνω) κατά το υπόδειγμα (τρόπο) κάποιου•
    еле (едва, насилу) -и волочить (тасканогать) – μόλις μπορώ και σέρνω τα πόδια• (стоять) одной -ой в могиле (в гробу)• ногаодна нога в могиле (в гробу) με το ένα πόδι στον τάφο ή στο λάκκο, (είναι) του θανατά•
    идти ή шагать (нога) в -уκυρλξ. κ. μτφ. συμβαδίζω•
    кланяться в -и кому – προσκυνώ, φιλώ τα πόδια κάποιου•
    стать(встать ή поднять(ся) на -и – α) σηκώνομαι στα πόδια, αναρρώνω, β) ανακτώ δυνάμεις, αναστηλώνομαι•
    слетать на одной - – έ πηγαίνω και γυρίζω στα πεταχτά, πετιέμαι•
    поставить (поднять) на -и – α) θεραπεύω, αναστηλώνω, β) ανατρέφω, μεγαλώνω (ώσπου να γίνει αυτοτελής). γ) ξεσηκώνω, αναστατώνω, κινητοποιώ•
    стоять на (своих, собственных)-ах – στηρίζομαι μόνο στον εαυτό μου•
    стоять на -ах крепко (прочно) – στέκομαι γερά στα πόδια (είμαι αυτοτελής, αυτεξούσιος)•
    хромать на обе ноги – α) κουτσαίνω από τα δυό πόδια, δεν πάει καθόλου καλά (η υπόθεση, δουλειά κ.τ.τ.), β) έχω τελείως άγνοια, (μεσάνυχτα)• την παθαίνω, πέφτω σε γκάφα•
    вертеться (путаться, мешать(ся) под -ами – γίνομαι τσιμπούρι (κουνούπι), ενοχλώ επίμονα•
    валить с ног – ρίχνω κάτω (εζασθενώ)•
    валиться (падать) с ног – πέφτω από τα πόδια μου (κατεξαντλούμαι, εξασθενίζω)•
    на широкую (большую, барскую) -у – πλούσια, πλουσιοπάροχα, αρχοντικά•
    встать с левой ή не с той -и – σηκώνομαι μαχμουρλής, βαριόθυμος εξοργισμένος•
    ни -ой к кому – δεν πατάω ούτε στο κατώφλι κάποιου (δεν επισκέπτομαι καθόλου)•
    со всех ног – ολοταχώς, τρεχάλα•
    давай Бог -и – τρεχάλα να δουν τα μάτια σου (αφάνταστη ταχύτητα)•
    левой -ой делать – φτιάχνω όπως-όπως, άσχημα, άτεχνα•
    одно нога здесь,(а) другая там – πηγαίνω και επιστρέφω γρήγορα, πετάγομαι•
    откуда -и взялись – (απο) που βρέθηκε τέτοια μεγάλη ταχύτητα•
    нога чет – τι θέλω εγώ εκεί, τι μου χρειάζεται εμένα (για άσκοπες ενέργειες)•
    чтобы -и чьей не было у кого – γα μην πατήσει το πόδισε κάποιον (να μην επισκεφτεί).

    Большой русско-греческий словарь > нога

  • 13 обножка

    θ.
    1. το νέκταρ που μεταφέρουν οι μέλισσες με τα πισινά πόδια.
    2. το μαλλί από τα πόδια των προβάτων (κατώτερης ποιότητας).

    Большой русско-греческий словарь > обножка

  • 14 плавательный

    επ.
    κολυμβητικός, της κολύμβησης•

    плавательный бассейн δεξαμενή κολύμβησης, πισίνα•

    -ые движения κολυμβητικές κινήσεις.

    Большой русско-греческий словарь > плавательный

  • 15 седалище

    ουδ.
    παλ. η έδρα του ανθρώπινου σώματος, η κάθιση, τα πισινά. || το κάθισμα, το έδρανο, το εδώλιο.

    Большой русско-греческий словарь > седалище

  • 16 служить

    слуяу, служишь, μτχ. ενστ. служащий
    ρ.δ.
    1. υπηρετώ (εκτελώ δημόσια, στρατιωτική ή άλλη υπηρεσία).
    2. παλ. είμαι υπηρέτης, δούλος.
    3. παλ. δουλεύω σαν υποταγής. || προσφέρω εκδούλευση• εξυπηρετώ.
    4. προσφέρω τις υπηρεσίες μου•

    служить родине υπηρετώ την πατρίδα•

    служить народу υπηρετώ το λαό.

    || αποδίδομαι ολοκληρωτικά σε κάτι•

    служить бахусу το ρίχνω στο πιοτί (λατρεύω το Βάκχο)•

    служить Мамоне λατρεύω το Μαμωνά (τον πλούτο).

    5. εκτελώ τον προορισμό μου (για μέλη, όργανα του σώματος κ.τ.τ.).
    6. χρησιμεύω, χρησιμοποιούμαι•

    шинель эта -ла мне одеялом αυτή η χλαίνη μου χρησίμευσε για σκέπασμα•

    служить примером χρησιμεύω για παράδειγμα.

    7. ιερατευω• λειτουργώ, εκτελώ λειτουργία.
    8. (για μερικά ζώα) στέκομαι στα πισινά πόδια.
    βλ. ρ. ενεργ. φ. (6 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > служить

См. также в других словарях:

  • πισίνα — Μικρή τεχνητή λίμνη, κατάλληλη για λουτρά και για αγώνες κολύμβησης και κατάδυσης. Ο όρος προέρχεται από τις μεγάλες στέρνες που κατασκεύαζαν οι Ρωμαίοι πατρίκιοι στις βίλες τους, όπου διατηρούσαν ψάρια (pesce = ψάρι)· πισίνες ονόμαζαν επίσης τις …   Dictionary of Greek

  • πισινός — ή, ό 1. αυτός που είναι ή έρχεται πίσω (αντίθ. μπροστινός): Στα πισινά στασίδια όλα σιμά μου σειούνται τα ξεσκλίδια (Σολωμός). 2. το αρσ. ως ουσ., πισινός τα οπίσθια, ο κώλος: Μόλις με είδε μου γύρισε τον πισινό του. 3. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… …   Dictionary of Greek

  • κώλος — ο 1. τα οπίσθια, τα πισινά, το κατώτερο άκρο του εντερικού σωλήνα. 2. το μέρος των ρούχων που αντιστοιχεί στα πισινά: Τρύπησε ο κώλος του παντελονιού μου. 3. ο πυθμένας αγγείου, καλαθιού κ.ά., πάτος: Άνοιξε ο κώλος του κοφινιού. 4. η φράση «είναι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Neugriechische Orthographie — Die Orthographie des Neugriechischen folgt einer historischen Rechtschreibung, die mit dem seit 403 v. Chr. nahezu unveränderten griechischen Alphabet notiert wird. Sie hat bestimmte Verschriftlichungen altgriechischer Laute und Lautkombinationen …   Deutsch Wikipedia

  • αναχαιτίζω — (AM ἀναχαιτίζω) εμποδίζω, ανακόπτω, σταματώ κάτι μσν. (αμτβ.) 1. (για ποταμό) ανακόπτω την ορμή ή τη ροή μου, σταματώ 2. (για λόγο) χάνω τη συνέχειά μου αρχ. Ι. (αμτβ.) 1. (για άλογο) κουνώ τη χαίτη προς τα πίσω, σηκώνομαι στα δυο πισινά πόδια 2 …   Dictionary of Greek

  • δίπους — (dipus). Τρωκτικό απλής οδόντωσης της οικογένειας των διποδιδών. Συναντάται συχνά στην Αίγυπτο, γι’ αυτό ονομάζεται και ποντικός των πυραμίδων, είναι όμως διαδεδομένο και σε στέπες ή σε ερημικές περιοχές της κεντρικής και βόρειας Αφρικής, όπου… …   Dictionary of Greek

  • διποδίδες — (dipodidae). Οικογένεια τρωκτικών θηλαστικών που περιλαμβάνει τις αλακτάγες,τους δίποδες και τα συγγενή γένη. Έχουν μεγάλο κεφάλι, κοντό και ακίνητο λαιμό, όρθια αφτιά και μάτια σκούρου χρώματος. Τα πίσω πόδια τους είναι μακριά και τους… …   Dictionary of Greek

  • ινδόχοιρος — Βλ. λ. ινδικό χοιρίδιο. * * * ὁ το ινδικό χοιρίδιο, μικρό τρωκτικό, με τέσσερα δάχτυλα στα μπροστινά πόδια και τρία στα πισινά, το οποίο χρησιμοποιείται ως πειραματόζωο για τη δοκιμασία μικροβιακών παρασκευασμάτων, εμβολιασμών κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • κολυμβήθρα — Ανοιχτή δεξαμενή νερού, που κατά την αρχαιότητα χρησίμευε για λουτρό (κ. του Σιλωάμ) ή για κολύμβηση (κ. των αρχαίων ελληνικών γυμναστηρίων για την εκγύμναση των αθλητών)· ήταν κάτι ανάλογο με τη σημερινή πισίνα. Στην Εκκλησία, κ. ονομάζεται το… …   Dictionary of Greek

  • κολύμβηση — Σύνολο κινήσεων, που επιτρέπει τη μετακίνηση και την επιλογή κατεύθυνσης μέσα στο νερό, τόσο στην επιφάνεια όσο και σε κατάδυση. Με την καθιέρωση ειδικών στιλ η κ. εξελίχθηκε σε αθλητική δραστηριότητα. Η τεχνική της κ. υποδιαιρείται ανάλογα με τα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»